- ὀλιγοχρημάτου
- ὀλιγοχρήματοςofmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοχρήματος — η, ο (Α ὀλιγοχρήματος, ον) νεοελλ. αυτός που απαιτεί δαπάνη λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος αρχ. αυτός που αποτελείται από λίγα χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + χρῆμα, ατος] … Dictionary of Greek